μπεμπέκα

μπεμπέκα
η
1. (υποκορ. τού μπέμπα) κοριτσάκι
2. (ειρωνικά) ώριμη γυναίκα που νεάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bebek].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπεμπεκίζω — [μπεμπέκα] κάνω τη μπεμπέκα, συμπεριφέρομαι σαν μπεμπέκα …   Dictionary of Greek

  • μπέμπα — μπέμπα, η και μπεμπέκα, η (λ. αγγλ.), θηλυκό μωρό, μικρό κορίτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”